οἰκουμενικός

οἰκουμενικός
οἰκουμενικός
of
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οικουμενικός — ή, ό (ΑΜ οικουμενικός, ή, όν) [οικουμένη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικουμένη, παγκόσμιος, καθολικός 2. φρ. «Οικουμενική Σύνοδος» το ανώτατο συλλογικό όργανο το οποίο εκπροσωπεί το σύνολο τής Εκκλησίας και συγκαλείται για σοβαρό… …   Dictionary of Greek

  • οικουμενικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικουμένη, αλλ. παγκόσμιος. 2. (πολιτ.) πολιτικός σχηματισμός από αντιπροσώπους όλων των πολιτικών κομμάτων: Οικουμενική κυβέρνηση, κυβέρνηση γενικού συνασπισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οἰκουμενικά — οἰκουμενικός of neut nom/voc/acc pl οἰκουμενικά̱ , οἰκουμενικός of fem nom/voc/acc dual οἰκουμενικά̱ , οἰκουμενικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκουμενικῶν — οἰκουμενικός of fem gen pl οἰκουμενικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκουμενικόν — οἰκουμενικός of masc acc sg οἰκουμενικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκουμενικαῖς — οἰκουμενικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκουμενικαί — οἰκουμενικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκουμενικοί — οἰκουμενικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκουμενικοῦ — οἰκουμενικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκουμενικούς — οἰκουμενικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”